- ὠλέσι
- ἀλέσῑ , ἄλεσιςgrindingfem dat sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώλεσις — έσεως, ἡ, Μ απώλεια, όλεθρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ., αντί τού αμάρτυρου αρχ. *ὄλεσις (πρβλ. ἀπ όλεσις) < θ. ὀλε τού ὄλλυμι* «καταστρέφω». Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ. οφείλεται πιθ. είτε σε επίδραση τών σύνθ. σε ὠλεσι (πρβλ. ὠλεσί καρπος, ὠλεσί… … Dictionary of Greek
σωσίοικος — ον, Α σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί οικος)] … Dictionary of Greek
φερέκαρπος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει καρπούς («σπέρματα φερέκαρπα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + καρπός (πρβλ. πολύ καρπος, ὠλεσί καρπος] … Dictionary of Greek
φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… … Dictionary of Greek
φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] … Dictionary of Greek
ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… … Dictionary of Greek
ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… … Dictionary of Greek
ωλεσίσκαφος — ον, Μ (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει τα σκάφη, τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + σκάφος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς… … Dictionary of Greek
ωλεσίτεκνος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που φονεύει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. καλλί τεκνος. Ο μακρός φωνηεντισμός ω τού τ.… … Dictionary of Greek